Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τὸ Ἀττικὸν -

См. также в других словарях:

  • Αττικόν Ημερολόγιον — Περιοδικό που ίδρυσε ο Ειρηναίος Ασώπιος το 1867. Η έκδοσή του συνεχίστηκε έως το 1896. Στο περιοδικό αυτό πρωτοδημοσίευσε κείμενό του στην Αθήνα ο Κ. Παλαμάς (1875) …   Dictionary of Greek

  • Αττικόν Μουσείον — Φιλολογικό εικονογραφημένο περιοδικό, που εκδιδόταν στην Αθήνα από τον Νικόλαο Ιγγλέση την προτελευταία δεκαετία του 19ου αι. Το περιοδικό εκδόθηκε με διακοπές από το 1883 έως το 1892. Στην αρχή ήταν εβδομαδιαίο, αργότερα κυκλοφορούσε τρεις φορές …   Dictionary of Greek

  • Ἀττικόν — Ἀττικός Attic masc acc sg Ἀττικός Attic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αττικός — I Όνομα ιστορικών προσώπων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στους ρωμαϊκούς χρόνους. 1. Ηρώδης (βλ. λ. Ηρώδης ο Αττικός). 2. Τίτος Πομπώνιος Α. (Ρώμη 109 32 π.Χ.). Καταγόταν από οικογένεια που καταγόταν απο τον βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιον.… …   Dictionary of Greek

  • άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… …   Dictionary of Greek

  • αττικό — το (AM ἀττικόν) ψηλό στηθαίο αψίδων και κτηρίων (συνήθως με ανάγλυφες παραστάσεις ή επιγραφές) που χρησιμοποιήθηκε ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους τόσο ως προστασία της στέγης όσο και ως διακοσμητικό στοιχείο …   Dictionary of Greek

  • μεσοφωνία — και μισοφωνία, η 1. το φορητό αρμόνιο 2. (κατ επεκτ.) η φυσαρμόνικα και ιδίως αυτή που έχει και τους ενδιάμεσους φθόγγους τής φυσικής κλίμακας, το ακορντεόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσόφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο Ημερολόγιον Αττικόν] …   Dictionary of Greek

  • μεταμανθάνω — (Α) 1. μαθαίνω κάτι νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα προηγουμένως («τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», Ηρόδ.) 2. αποκτώ γνώσεις («καταμανθάνουσα δ ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιά», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • σερβοβουλγαρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σέρβους και στους Βουλγάρους ή στη Σερβία και στη Βουλγαρία ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σέρβος + Βούλγαρος + κατάλ. ικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1887 στο Ἀττικὸν ἡμερολόγιον.] …   Dictionary of Greek

  • σημαδόφωνο — το, Ν φθογγόσημο τής βυζαντινής μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημάδι + φωνο (< φωνή), πρβλ. γραμμό φωνο, μαγνητό φωνο. Η λ. στον πληθ., σημαδόφωνα, μαρτυρείται από το 1878 στο Αττικὸν Ημερολόγιον] …   Dictionary of Greek

  • χωρίο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Καλύμνου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλύμνου. * * * το / χωρίον, ΝΜΑ [χώρα / χῶρος] μτφ. σύντομο, συνήθως αυτοτελές, απόσπασμα κειμένου, περικοπή αρχ. 1. ιδιαίτερος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»